αγαρικινικό οξύ

αγαρικινικό οξύ
Οργανικό οξύ, παράγωγο του κιτρικού οξέος. Αποτελεί το κύριο συστατικό του αγαρικού του λευκού, που προέρχεται από ένα είδος μύκητα, και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Όταν εφαρμόζεται τοπικά, ερεθίζει τους βλεννογόνους και, όταν λαμβάνεται εσωτερικά, προκαλεί εμετό και διάρροια. Αναστέλλει την έκκριση των ιδρωτοποιών αδένων και γι’ αυτό χορηγείται για να σταματά τη νυχτερινή εφίδρωση των φυματικών. Επιδρά στα κέντρα του προμήκους που στην αρχή διεγείρονται και ύστερα παραλύουν. Σε μεγαλύτερες ποσότητες προκαλεί τον θάνατο, παραλύοντας το κέντρο της αναπνοής. Στο εμπόριο υπάρχουν σκευάσματα του α.ο. με την ονομασία αγαρικίνη. Παρασκευάζονται με εκχύλισμα του μύκητα πολύπορου με αλκοόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”